- εκφορικός
- ἐκφορικός, -ή, -όν (Α)1. αυτός που ανήκει στην εκφορά ή στην έκφραση2. αυτός που μπορεί να εκφραστεί, να διατυπωθεί με λέξεις («ἐκφορικὰ νοήματα», Στωικ. απ.)3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐκφορικόνη δύναμη να εκφράζεται κανείς με λόγια.
Dictionary of Greek. 2013.